- ὀξυθύμησις
- ὀξῠθῡμ-ησις, εως, ἡ,A passionateness, v.l. in Artem.4.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυθύμησις — ὀξυθύμησις, ἡ (Α) [οξυθυμώ] (δ. ανάγν.) η ροπή σε ταχύ θυμό … Dictionary of Greek